εύβυρσος — εὔβυρσος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βυρσος (< βύρσα «δέρμα»), πρβλ. λεπτό βυρσος, πολύ βυρσος] … Dictionary of Greek
εὐβύρσοις — εὔβυρσος with beautiful hide masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)